-
1 θύρωμα
A doorway (including posts, sill, and lintel), IG12.372.78, 11(2).287 A 77 (Delos, iii B.C.), Thphr.HP3.14.1, Callix. 2, Hsch. s.v. θύρετρα; τὸ μέγα θ. OGI193.10 ([place name] Branchidae); τὸ πρόπυλον καὶ τὸ θ. ib.734 (Egypt, ii B.C.); διξὰ θ. Hdt.2.169: pl., also in Th.3.68, Lys.19.31, Pl.Plt. 280d, D.21.167;τὰ θ. ἀποσπάσας Id.29.3
.II panel, tablet, Diotog. ap. Stob.4.1.96;τὸν νόμον οὐκ ἐν οἰκήμασι καὶ θυρώμασι ἐνῆμεν δεῖ, ἀλλ' ἐν τοῖς ἤθεσι Archyt.
ap. eund. 4.1.138.2 in pl., planks, boards, D.S.20.86. -
2 θυρόω
A furnish with doors,ἱερόν IG12.24.7
; πρόπυλον ib.22.1046.16;νεὼς.. θυρῶσαι χρυσαῖσι θύραις Ar.Av. 614
(anap.): metaph.,βλεφάροις θυρῶσαι τὴν ὄψιν X.Mem.1.4.6
:—[voice] Pass., στεγόμενα καὶ τεθυρωμένα roofed and furnished with doors, Tab.Heracl.1.142, cf. IG 11(2).287 A 172 (Delos, iii B.C.), PAmh.2.51.14, 24(i B.C.); furnished with apertures, (Delos, ii B.C.); πολλαῖς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι to be furnished with many outlets, Luc.Hipp.8.
См. также в других словарях:
πρόπυλο — το / πρόπυλον, ΝΜΑ 1. τα προπύλαια («ἐκέλευσεν αὐτοὺς προσαναβῆναι πρὸς τὸ πρόπυλον τῆς ἀκροπόλεως», Α ριστοτ.) 2. (στην αρχαιότητα) τμήμα τής εισόδου στο αίθριο το οποίο χαρακτηρίζεται από τον σεβασμό τού αρχιτεκτονικού τύπου τού ναού και τού… … Dictionary of Greek